- πένθιμα
- πένθιμοςmourning garmentsneut nom/voc/acc plπένθιμοςmourning garmentsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελανοφορώ — μελανοφορῶ, έω (ΑM, Μ και μελανηφορῶ και μελαμφορῶ) [μελανοφόρος] φορώ μαύρα, πένθιμα ενδύματα, μαυροφορώ μσν. ντύνω κάποιον ή κάτι με μαύρα ενδύματα, διακοσμώ πένθιμα … Dictionary of Greek
πένθιμος — η, ο / πένθιμος, ίμη, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που αναφέρεται στο πένθος ή αυτός που είναι δηλωτικός πένθους νεοελλ. 1. αυτός που θυμίζει πένθος ή αυτός που προκαλεί συναισθήματα που ταιριάζουν σε πένθος, δηλ. θλίψη και μελαγχολία («θα πεθάνω… … Dictionary of Greek
Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… … Dictionary of Greek
LEGUMEN — a LEGENDO, quod non secantur, sed vellendo leguntur, nomen habet. Plin. l. 18. c. 12. Repienda autem, cum maturescere coeperint, quoniam cito exiliunt, latentque cum decidêre. Tenuiorum cibus. Unde χύτρας olim s. ollas Vett. more sollenni a… … Hofmann J. Lexicon universale
άπεπλος — ἄπεπλος, ον (AM) (για κόρη) χωρίς πέπλο, μόνο με τον χιτώνα αρχ. φρ. «λευκῶν φαρέων ἄπεπλος» ντυμένη πένθιμα (Ευριπ.) … Dictionary of Greek
εσθήτα — η (AM ἐσθής, Α και δωρ. τ. ἐσθάς) ένδυμα, ενδυμασία νεοελλ. (κυρίως) γυναικείο φόρεμα (φουστάνι) αρχ. μσν. 1. (περιλπτ.) τα ενδύματα («ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω») 2. το ένδυμα τού βαπτίσματος αρχ. φρ. α) «χρηστηρία ἐσθής» το ένδυμα τής προφήτιδος β)… … Dictionary of Greek
θλιφτικός — ή, ό (Α θλιπτικός, ή, όν) [θλίβω] νεοελλ. 1. θλιβερός, λυπητερός, πένθιμος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θλιφτικά (ενν. ρούχα) τα πένθιμα ρούχα, η πένθιμη αμφίεση αρχ. αυτός που προκαλείται από θλίψη, από σύνθλιψη («θλιπτικὸν πάθημα», Γαλ.).… … Dictionary of Greek
κλαυθμυρικώς — κλαυθμυρικῶς (Μ) επίρρ. με κλαυθμούς, πένθιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμυρίζω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *κλαυθμυρικός] … Dictionary of Greek
μαυροντυμένος — η, ο αυτός που φοράει μαύρα, πένθιμα ρούχα, μαυροφορεμένος … Dictionary of Greek
μελανονεκυοείμων — μελανονεκυοείμων, ον (Α) (κωμ. λ. τού Αριστοφ.) αυτός που φορά μαύρα, πένθιμα ρούχα ή σάβανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + νεκυο (< νέκυς, υος, «πτώμα, νεκρός») + είμων (< εἶμα «ένδυμα»)] … Dictionary of Greek